- συντροφικότητα
- camaraderie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συντροφικότητα — η, Ν [συντροφικός] η ιδιότητα τού συντροφικού, συντροφική στάση και συμπεριφορά … Dictionary of Greek
ευκοινωνησία — εὐκοινωνησία, ἡ (Α) [ευκοινώνητος] το να είναι κάποιος ευκοινώνητος, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα … Dictionary of Greek
μετουσία — η (ΑΜ μετουσία) [μέτειμι (Ι)] νεοελλ. μσν. φρ. «ἡ θεία μετουσία» η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία αρχ. 1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῡς ἑορτῆς», Αριστοφ.) 2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα 3.… … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek
συντροφισμός — ο, Ν 1. η σχέση μεταξύ συντρόφων, συντροφικότητα 2. βιολ. αμοιβαία εξάρτηση διαφορετικών τύπων οργανισμών για την ικανοποίηση τών αντίστοιχων τροφικών αναγκών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντροφος + ισμός*] … Dictionary of Greek